- ματμαζέλ
- ηάκλ. (λ. γαλλ.), η δεσποινίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ματμαζέλ — και μαμζέλ και μαμαζέλ, η (άκλιτο) η δεσποινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mademoiselle < ma + demoiselle (υστερολατ. dominicella)] … Dictionary of Greek
μαμαζέλ — και μαμζέλ, η βλ. ματμαζέλ … Dictionary of Greek
μις — η (άκλιτο) 1. ανύπαντρη γυναίκα, δεσποινίδα, ματμαζέλ 2. κοπέλα που αναδεικνύεται πρώτη σε τοπικό ή διεθνή διαγωνισμό ομορφιάς («μις Ελλάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. miss «δεσποινίδα» (συντμ. τ. τού αγγλ. mistress «κυρία»)] … Dictionary of Greek